- ἀπειροπόλεμον
- ἀπειροπόλεμοςinexperienced in warmasc/fem acc sgἀπειροπόλεμοςinexperienced in warneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειροπόλεμος — η, ο (AM ἀπειροπόλεμος, ον) χωρίς πολεμική πείρα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον η έλλειψη πολεμικής πείρας … Dictionary of Greek